- ὀρθιάζειν
- ὀρθιάζωspeak in a high tonepres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ορθιάζω — (Α ὀρθιάζω) [όρθιος] στήνω κάτι όρθιο, ορθώνω (αρχ) 1. μιλώ με δυνατή φωνή, υψώνω τη φωνή, φωνάζω («ὀρθιάζοντες γόοις», Αισχύλ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀρθιάζειν μαντεύεσθαι» … Dictionary of Greek